Τετάρτη, Δεκεμβρίου 30, 2009

Ελληνικότητα και φάνταζυ

Η πρώτη φορά που άκουσα για τον όρο ήταν σε μια ομιλία/συζήτηση για το Ελληνικό φανταστικό που τη διοργάνωνε (νέο τότε) περιοδικό του χώρου. Η πλειοψηφία των ομιλητών ήταν λάβροι σε αυτό το ζήτημα: "Μην αντιγράφετε τον Τόλκιεν και το Ντιενντι, ΓΡΑΦΤΕ για Ελληνικά θέματα!" Φυσικά ο (όχι και τόσο μικρός τότε, ακόμα λιγότερο μικρός σήμερα) Μιχάλης δε μπορούσε να διαφωνίσει περισσότερο. Τότε θα έλεγε απλά κάτι για το τι ζητάει το κοινό, διαβάζουμε ότι μας αρέσει και τα σχετικά μισόλογα αυτού που κάτι καταλαβαίνει αλλά δεν ξέρει πως να το πει. Σήμερα, σε αυτό το συγκλονιστικό ποστ με το οποίο κλείνει το έτος, θα προσπαθήσει να σας εξηγήσει όσο πιο καλά μπορεί τις αντιρρήσεις του πάνω στο θέμα.

Πριν αναλύσουμε οτιδήποτε, καλό είναι να ορίζουμε το θέμα. Ως Ελληνικό φανταστικό λοιπόν ορίζουμε το κομμάτι εκείνο της Ελληνικής λογοτεχνίας όπου τα φανταστικά στοιχεία παίζουν βασικό ρόλο στην πλοκή (είτε μιλάμε για fantasy, είτε για ΕΦ είτε για τρόμο). Για το παρόν άρθρο θα επικεντρωθούμε στο fantasy, διότι είναι η πιο ευαίσθητη κατηγορία και το κομμάτι με το οποίο κυρίως διαφωνώ (το γιατί στα άλλα δύο δε διαφωνώ τόσο θα φανεί ελπίζω στην πορεία του άρθρου αυτού).

Τι σημαίνει Ελληνικά θέματα;
Σε πρώτο επίπεδο μας λένε, αντί να εμπνεόμαστε από ψευδομεσαιωνικούς κόσμους και να τους αντιγράφουμε, να πάρουμε ως πηγή έμπνευσης το Βυζάντιο και την αρχαία Ελλάδα. Κι εδώ έγκειται η πρώτη διαφωνία μου: το να παίρνεις το κλισαρισμένο Τολκιενικό πρότυπο και να του δίνεις ένα άλλο χρώμα δεν κάνει το αποτέλεσμα λιγότερο κλισαρισμένο, αντίθετα το κάνει ακόμα πιο γραφικό. Το φάνταζυ είναι φαντασία και, αυτό που χρειαζόμαστε είναι καλή κοσμοπλασία και καλές ιστορίες, όχι επιπλέον περιορισμούς στη φαντασία του συγγραφέα. Το να γράψει κανένας τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών με σάτυρους και δρυάδες αντί για ξωτικά και νάνους και ακρίτες αντί για ρέηντζερ είναι μάλλον αστείο (πόσο μάλλον αν αντί για ορκ έχει Τούρκους).
Βεβαίως κάπου εδώ σκάει και η επεξήγηση: “εννοούμε θέματα που να απασχολούν τον Έλληνα αναγνώστη.” Και, όπως όλες οι “καραμέλες” ακούγεται ολόσωστο, μέχρι που σκεφτόμαστε τι ακριβώς είναι το Ελληνικό κοινό. Γιατί, κακά τα ψέματα, οι θρύλοι και οι παραδόσεις αφορούν ελάχιστα τον μέσο κάτοικο του αστικού περιβάλλοντος κάτω από 30. Οι φανταζάδες της γενιάς μου έμαθαν το φανταστικό ως Tolkien - Conan της Κόμπρα Πρες – Manowar ή Blind Guardian και τα θρίλερ της τηλεόρασης (και η επόμενη γενιά με Harry Potter αντί για Κόναν).
Οπότε το να γράψει κάποιος φανταστικό με ξωθιές και τελώνια αφορά μικρή μερίδα του κοινού, που δείχνει να έχει περισσότερο λαογραφικό ενδιαφέρον και που μάλλον είναι αρνητικό σε δραματικές τροποποιήσεις των θρύλων και παραδόσεων.
Αν μιλήσουμε δε για εμάς, τα παιδιά της Ελληνικής επαρχίας των 90's, οι ιστορίες τρόμου που θα κατεβάσουμε δεν αφορούν καλλικατζάρια και μάγισσες, αλλά ενέδρες σε έρημους δρόμους από Αλβανούς λαθρομετανάστες, κωλάδικα και μανιακούς που τριγυρνάνε τις νύχτες στα χωράφια και παραμονεύουν για ζευγαράκια. Αυτές τις μέρες για παράδειγμα διαβάζω τη “Νύχτα της Λευκής Παπαρούνας” του Κ. Μίσσιου που είναι ιστορίες τρόμου με φόντο την Ελληνική επαρχία και, παρόλο που είναι καλογραμμένο βιβλίο, η εικόνα μιας επαρχίας 50 χρόνια πίσω δε με αφορά κάτι που (για βιβλίο τρόμου) δε με αφήνει να το απολαύσω.
Η μυθολογία και η αρχαία Ελλάδα παρόλα αυτά δείχνει αρκετά δημοφιλής στις τάξεις των ελλήνων αναγνωστών και πιθανότατα να υπήρχε χώρος για μυθολογικό φάνταζυ στην αγορά. Δυστυχώς όμως υπάρχει ακόμα τόσο ένας πιουρισμός σχετικά με τη μυθολογία όσο και (δυστυχώς) μια προσπάθεια πολιτικών χώρων να ταυτιστούν με την ιστορία και μυθολογία για δικά τους οφέλη, τα οποία καλλιεργούν μια δυσπιστία απέναντι σε όποιον προσπαθεί να κάνει κάτι τέτοιο, που, για μια άλλη μερίδα αντίθετων πολιτικών απόψεων οδηγεί σε μια πλήρη εικονοκλασία (πχ σκεφτείτε τα όσα είχε ακούσει ο Κώστας Φραγκιαδάκης για το κόμικ του “Μύθος” - που είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα Ελληνοκεντρικού φάνταζυ).

Και κάπου εδώ θα μου πείτε: όπα ρε Μιχάλη, το ένα σου βρωμάει, το άλλο σου ξυνίζει, το άλλο σου βρωμάει, να γράφουμε για ελφ και ντουόρφ; Η απάντηση είναι όχι, εκτός κι αν έχετε μια ενδιαφέρουσα ιστορία να πείτε με αυτά. Αυτό όμως δεν εμποδίσει τους συγγραφείς να εκμεταλλευτούν το Ελληνικό στοιχείο στο ύφος των έργων τους, όπως πχ έχει κάνει πολύ πετυχημένα ο Γιάννης Πλιώτας στην τετραλογία του “Το βασίλειο της Αράχνης”. Χωρίς να είναι κραυγαλέα περίπτωση έργου που φωνάζει: Βυζάντιο, οι τοπικοί θρύλοι και παραδόσεις έχουν ένα ξεχωριστό χρώμα που Ελληνίζει όπου πρέπει, δημιουργεί όμως κάτι εντελώς νέο. Παρομοίως Ελληνικά αρχέτυπα και συμπεριφορές μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τους χαρακτήρες (και αυτό σας το λέει άτομο που έχει φτιάξει ως εξήγηση για τη μαγεία ότι το αφεντικό – θεός - κοιμάται και οι υπάλληλοί του – μια γραφειοκρατεία θεών και πνευμάτων – κάνουν ρουσφέτια – πείτε μου, δεν είναι αυτό καθαρά Ελληνικό φάνταζυ; )
Το Ελληνικό στοιχείο μπορεί πάντα να χρησιμοποιηθεί αυτούσιο, πάνω σε ένα ευρύτερο μυθολογικό πλαίσιο, όπως γίνεται για παράδειγμα στην τριλογία της Υπερβορέας του Μ. Αντωνόπουλου (με εξαίρεση το δεύτερο βιβλίο που κάθεται και γράφει το Evil Dead σε νησάκι έξω από την Πύλο και που, προσωπικά, το βρήκα να μου χτυπάει άσχημα – όπως ανέφερα και πιο πάνω) ή στις “Νύχτες της Εκάτης” του Μπαλανου, όπου, με αφετηρία την μυθολογική Εκάτη ξεναγούμαστε στον κόσμο του Απόκρυφου και της Μαύρης Μαγείας (που ήταν της μόδας το 1994 που γράφτηκε, λόγω των Σατανιστών της Παλλήνης)
Ανέφερα πιο πάνω τον τρόμο: είτε σε αστικό είτε σε αγροτικό πλαίσιο το Ελληνικό στοιχείο μπορεί να λειτουργήσει μια χαρά. Διαβάστε πχ το “Ανάμεσα” του Π.Μ. Ζερβού και θα δείτε το πως ένα στοιχείο της Ελληνικής παράδοσης δένει με την πόλη του Πειραιά ή το υπερφυσικό μέσα σε στιγμές της Ελληνικής ιστορίας – κάτι που ίσως και να είχε προοπτικές, αν και τη μόνη σχετική δουλειά που έχω υπόψη μου, το “Τον έφαγε το φεγγάρι” της Α. Φιαμού με θέμα ιστορίες τρόμου από την Τουρκοκρατία, δεν το έχω διαβάσει για να σας εκφέρω γνώμη.

Γενικά, θεωρώ ότι επιλογές υπάρχουν για όποιον θελήσει να εκμεταλλευτεί τον πλούτο της Ελληνικής μυθολογίας και παράδοσης, αλλά σε καμία περίπτωση αυτό δεν είναι ασημένια σφαίρα* ούτε ιερός νόμος, αντίθετα είναι πάντα μια επιπλέον επιλογή. Μην κοιτάτε μακριά, η σπηλιά του Νταβέλη και οι στοές κάτω από την Ακρόπολη μπορεί πάντα να γεννήσουν μια καλή ιστορία.

Καλή μας χρονιά, ευτυχισμένο το 2010 και ένα καλό συμβόλαιο σε όλους εμάς τους μάχιμους συγγραφείς.

*Ορολογία πληροφορικάριων που σημαίνει τη μαγική λύση σε όλα τα προβλήματα. Ξεκινάει από το δοκίμιο του F.P. Brooks “No Silver Bullet: Essence and Accidents of Software Engineering” του 1987

1 σχόλιο:

  1. Για όποιον ενδιαφέρεται να διαβάσει κάτι επιπλέον πάνω σε αυτό το θέμα, ας κοιτάξει το blog του Ελευθερίου Κεραμίδα για την απάντηση. Το link: http://sonsofash.blogspot.com/2010/01/blog-post.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή