Υπάρχει ένας κανόνας που λέει ότι πρέπει να "γράφεις για αυτό που γνωρίζεις". Πολλοί συγγραφείς έχουν ακολουθήσει τον κανόνα αυτό με αποτέλεσμα ο χώρος του βιβλίου να έχει γεμίσει με αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα που αφορούν τον συγγραφέα και 5-6 γνωστούς του.
Το πρόβλημα με τον κανόνα αυτό είναι ότι είναι "καραμέλα", δηλαδή μια εύκολη συμβουλή που μπορείς να επικαλείσαι υπό μορφή ενός mantra και να το προβάλεις ως απάντηση για το κάθε τι.
Προσωπικά, απεχθάνομαι τις "καραμέλες" επειδή δε βοηθάνε διόλου. Θα αντιστρέψω όμως τον κανόνα αυτόν λέγοντας ότι πρέπει να "γνωρίζεις αυτό για το οποίο γράφεις."
Το βιβλίο που θα αναφέρω ως παράδειγμα είναι το She Wakes του Jack Ketchum
Είναι ένα βιβλίο υπερφυσικού τρόμου, με θέμα μια παρέα τουριστών που κάνει διακοπές στα Ελληνικά νησιά των 80's την περίοδο του Πάσχα. Με φόντο τις Μυκήνες, την Κρήτη, την Μύκονο και τη Δήλο, δύο άτομα με το χάρισμα της ενόρασης έρχονται αντιμέτωπα, καθώς ο τρόμος ξεσπάει.
Ο συγγραφέας, αν και Αμερικάνος, είχε ζήσει για μερικούς μήνες Ελλάδα και, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, καταφέρνει να αποδώσει τέλεια την ατμόσφαιρα των Ελληνικών νησιών. Έχει γνώση της Ελληνικής κουλτούρας και καταφέρνει πολύ έξυπνα να επανερμηνεύσει τη γιορτή του Πάσχα και συνδυάζοντας το ύφος του Stephen King με την αισθητική των grindhouse ταινιών της εποχής δημιουργεί ένα εξαιρετικό βιβλίο που, προσωπικά, με έπεισε και με έβαλε μέσα του άνετα.
Τo immersion, η ικανότητα δηλαδή ενός γραπτού να σε βάζει μέσα του είναι βασικό εργαλείο, ιδίως όταν γράφεις φανταστική λογοτεχνία. Η ατμόσφαιρα, η λογική συνέπεια, τα γεγονότα, όλα αυτά πρέπει να τα προσέχει ο συγγραφέας. Αρκεί μονάχα ένα λάθος και ο αναγνώστης που γνωρίζει έχει αυτόματα μυριστεί την αδυναμία και το ξόρκι που τον κρατάει στο βιβλίο έχει σπάσει. Δείξε του ότι γνωρίζεις γιατί μιλάς και μετά θα φάει ότι κουλαμάρα κι αν του δώσεις.
Οπότε, όταν ο συγγραφέας γράφει, καλό είναι να έχει κάνει μια έρευνα για τα όσα γράφει. Αντίστοιχα, αν γνωρίζει καλά κάτι, μπορεί να το χρησιμοποιήσει. Έτσι πχ εγώ στο φετεινό nanowrimo δεν έγραψα για έναν Έλληνα μεταπτυχειακό πληροφορικής που σπουδάζει στο Cardiff του H.B. (αυτό που ξέρω γράφω) αλλά για έναν Έλληνα προγραμματιστή που καταλήγει στην πόλη του Cardiff ως μέλος μιας επιχείρησης πληροφορικής και πέφτει σε μια εντελώς μυστηριώδη επιχείρηση (ξέρω για αυτό που γράφω). Είδικά στο πρώτο κομμάτι καθόμουν και έγραφα διάφορα τεχνομπλαμπλά, όταν του εξηγούσαν τι ακριβώς κάνει το λογισμικό με το οποίο δουλεύουν (και χρησιμοποίησα και καταστάσεις από τις δουλειές που έκανα στο παρελθόν για να περιγράψω τους συναδέλφους και τις σχέσεις τους) για να το κάνω πιο πειστικό. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, (ξέρω πολύ καλά ότι κάποιες εξηγήσεις δεν στέκουν τόσο καλά, αλλά το γιατί παίζει ρόλο αργότερα) αλλά θεωρώ ότι αν για παράδειγμα ο Έλληνας συγγραφέας αποφασίσει να γράψει βιβλίο που θα λαμβάνει χώρα στο Λονδίνο, καλύτερα να μην γράψει για το Λονδίνο του Sweeney Todd, αλλά να κανονίσει να πάει ένα ταξίδι για να δει την πόλη με τα μάτια του - η εμπειρία θα κάνει τα γραπτά του πιο πειστικά.
Διαβάζοντας το εισαγωγικό σημείωμα σε κάποιο από τα βιβλία της Emily Bronte ανακάλυψα κάτι σχετικό με αυτό που γράφεις. Η Emily Bronte έζησε και πέθανε στο ίδιο τόπο, δεν ταξίδεψε και η κοινωνική της ζωή ήταν αυτή που είχαν όλες οι κοπέλες της εποχής της, δηλαδή αρκετά περιορισμένη σε χορούς και οικογενειακές συγκεντρώσεις. Παρά το γεγονός ότι οι περιγραφές του χώρου στα βιβλία της είναι ουσιαστικά μια αναπαραγωγή των τοπίων στα οποία έζησε, παρόλα αυτά, οι καταστάσεις και τα πρόσωπα που περιγράφει στα βιβλία της είναι φανταστικά, χωρίς να υπάρχει ίχνος μη-ρεαλισμού όμως μέσα τους. Με άλλα λόγια, η Emily Bronte είχε καλή αίσθηση του ανθρώπινου χαρακτήρα, αλλά και της κοινωνίας στην οποία ζούσε, μα είχε και κάτι άλλο: φαντασία! Καλή η αξιοπιστία στα βιβλία, αλλά δεν φτάνει. Καλά είναι ο συγγραφέας να γνωρίζει το θέμα του, αλλά μια πιο σφαιρική γνώση και αντίληψη των ανθρώπων και της κοινωνίας στην οποία ζει (ή θα ήθελε να ζήσει) μπορεί να κάνει θαύματα στη γραφή και να κερδίσει αναγνώστες, οι οποίοι θα απορροφηθούν από την ιστορία και όχι από την ακρίβεια στις περιγραφές και τις ιστορικές λεπτομέρειες. Αν κάποιος θέλει facts, καλά θα κάνει να διαβάσει ιστορικά βιβλία και διατριβές και όχι λογοτεχνία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν είπα ότι κάποιος θέλει facts για να γράψει, είπα ακριβώς το αντίθετο: γράφε για ότι θέλεις, αλλά έχε μια αίσθηση του τι γράφεις. Η Μπροντέ το κατάφερνε και οποιοσδήποτε άλλος καλός λογοτέχνης μπορεί να πετύχει το ίδιο, έχοντας όμως ως βάση πράγματα που κατέχει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιάβαζα πχ φέτος ελληνικό βιβλίο που λάβαινε χώρα στη Σκωτία και ήταν μια φάση που οι πρωταγωνιστές πάνε εκδρομή στο κέντρο της Στοκχόλμης και είναι σα να διαβάζεις ότι πήγανε στο καφενείο απέναντι από τον Αγιαντρέα, εκείνο μωρέ με τον Πλάτανο απέξω. Αντίστοιχα θα έτρωγα γερό ξενέρωμα αν διάβαζα βιβλίο ξένου όπου στην Αθήνα του σήμερα οι ήρωες πάνε σε ένα μικρό ταβερνάκι (από τα πολλά που υπάρχουν στην πόλη) και είναι κάτι τύποι εκεί και χορεύουν συρτάκι.
Αντίστροφα, διάβασα δύο Ελληνικά βιβλία τρόμου πρόσφατα. Το πρώτο (τα δείπνα της Εκάτης) ήταν αστυνομικό θρίλερ με πολλή βία, στα πρότυπα των Ιταλικών gialli. Ο συγγραφέας όμως ήταν δημοσιογράφος που έχει δουλέψει στην τηλεόραση, ακριβώς όπως και ο πρωταγωνιστής του, έτσι ώστε να στέκει το βιβλίο του πατώντας σε λεπτομέρειες που σε πείθουν - παρά το εξωφρενικό των gialli.
Ο συγγραφέας του δεύτερου (το ασήμι που ουρλιάζει) έχει σπουδάσει Λονδίνο (όπου και λαμβάνει χώρα το βιβλίο) και είναι καθηγητής πανεπιστημίου που ειδικεύεται στην pop culture (που παίζει τεράστιο ρόλο στο βιβλίο). Οπότε, γνωρίζοντας αυτό για το οποίο γράφουν (σε κάποιον βαθμό) κερδίζουν πόντους από τον αναγνώστη.
ωραιο θεμα ανοιξες nihilio,θα συμφωνησω μαζι σου.
ΑπάντησηΔιαγραφή